- προανάλωμα
- και προανήλωμα, τὸ, Α [προαναλίσκω]η προηγούμενη δαπάνη.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
προαναλωμάτων — προανᾱλωμάτων , προανάλωμα previous expense neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)